- υαλόπλασμα
- το, Νβιολ. η θεμέλια ομογενής ουσία τού κυτταροπλάσματος, μέσα στην οποία είναι βυθισμένα τα διάφορα κυτταρικά έγκλειστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaloplasm (< ύαλος + πλάσμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυλ. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.